We’ve updated our Terms of Use to reflect our new entity name and address. You can review the changes here.
We’ve updated our Terms of Use. You can review the changes here.

Με το Μ​η​δ​έ​ν κ​α​ι το Ά​π​ε​ι​ρ​ο να σ​υ​μ​φ​ι​λ​ι​ω​θ​ο​ύ​μ​ε

by Δραμαμίνη

/
  • Streaming + Download

    Includes unlimited streaming via the free Bandcamp app, plus high-quality download in MP3, FLAC and more.
    Purchasable with gift card

      €8 EUR  or more

     

1.
Μηδέν 01:27
2.
ΥΠΟΘΗΚΑΙ Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θέλουν νὰ πονεῖς, μποροῦν μὲ χίλιους τρόπους. Ρίξε τὸ ὅπλο καὶ σωριάσου πρηνής, ὅταν ἀκούσεις ἀνθρώπους. Ὅταν ἀκούσεις ποδοβολητὰ λύκων, ὁ Θεὸς μαζί σου! Ξαπλώσου χάμου μὲ μάτια κλειστὰ καὶ κράτησε τὴν πνοή σου. Κράτησε κάποιον τόπο μυστικό, στὸν πλατὺ κόσμο μία θέση. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι θέλουν τὸ κακό, τοῦ δίνουν ὄψη ν᾿ ἀρέσει. Τοῦ δίνουν λόγια χρυσά, ποὺ νικοῦν μὲ τὴν πειθώ, μὲ τὸ ψέμα, ὅταν [οἱ] ἄνθρωποι διαφιλονικοῦν τὴ σάρκα σου καὶ τὸ αἷμα. Ὅταν ἔχεις μία παιδικὴ καρδιὰ καὶ δὲν ἔχεις ἕνα φίλο, πήγαινε βάλε βέρα στὰ κλαδιά, στὴ μπουτονέρια σου φύλλο. Ἄσε τὰ γύναια καὶ τὸ μαστροπὸ Λαό σου, Ρῶμε Φιλύρα. Σὲ βάραθρο πέφτοντας ἀγριωπό, κράτησε σκῆπτρο καὶ λύρα.
3.
ΚΥΡΙΑΚΗ Ὁ ἥλιος ψηλότερα θ᾿ ἀνέβει σήμερα πού ῾ναι Κυριακή. Φυσάει τὸ ἀγέρι καὶ σαλεύει μιὰ θημωνιὰ στὸ λόφο ἐκεῖ. Τὰ γιορτινὰ θὰ βάλουν, κι ὅλοι θά ῾χουν ἀνάλαφρη καρδιά: κοίτα στὸ δρόμο τὰ παιδιά, κοίταξε τ᾿ ἄνθη στὸ περβόλι. Τώρα καμπάνες ποὺ χτυπᾶνε εἶναι ὁ θεὸς ἀληθινός. Πέρα τὰ σύννεφα σκορπᾶνε καὶ μεγαλώνει ὁ οὐρανός. Ἄσε τὸν κόσμο στὴ χαρά του κι ἔλα, ψυχή μου, νὰ σοῦ πῶ, σὰν τραγουδάκι χαρωπό, ἕνα τραγούδι τοῦ θανάτου.
4.
ΜΥΓΔΑΛΙΑ Ἔχει στὸν κῆπο μου μιὰ μυγδαλιὰ φυτρώσει κι εἶν᾿ ἔτσι τρυφερὴ ποὺ μόλις ἀνασαίνει· μὰ ἡ κάθε μέρα, ἡ κάθε αὐγὴ τηνε μαραίνει καὶ τὴ χαρὰ τοῦ ἀνθοῦ της δὲ θὰ μοῦ δώσει. Κι ἀλοίμονό μου! ἐγὼ τῆς ἔχω ἀγάπη τόση... Κάθε πρωὶ κοντά της πάω καὶ γονατίζω καὶ μὲ νεράκι καὶ μὲ δάκρυα τὴν ποτίζω τὴ μυγδαλιὰ πού ῾χει στὸν κῆπο μου φυτρώσει. Ἄχ, τῆς ζωούλας της τὸ ψέμα θὰ τελειώσει· ὅσα δὲν ἔχουν πέσει, θὰ τῆς πέσουν φύλλα καὶ τὰ κλαράκια της θὲ ν᾿ ἀπομείνουν ξύλα. Τὴν ἄνοιξη τοῦ ἀνθοῦ της δὲ θὰ μοῦ δώσει Κι ὅμως ἐγὼ ὁ φτωχὸς τῆς εἶχ᾿ ἀγάπη τόση...
5.
ΠΑΙΔΙΚΟ Τώρα ἡ βραδιά, γλυκιὰ ποὺ φτάνει, θὰ μοῦ γλυκάνει καὶ τὴν καρδιά. Τ᾿ ἀστέρια ἐκεῖ θὰ δῶ, θὰ νιώσω οἱ ἄνθρωποι πόσο εἶναι κακοί. Κλαίοντας θὰ πῶ: «Ἄστρα μου, ἀστράκια τ᾿ ἄλλα παιδάκια θὰ τ᾿ ἀγαπῶ. »Ἂς μὲ χτυποῦν πάντα κι ἀκόμα. Θά ῾μαι τὸ χῶμα ποὺ τὸ πατοῦν. »Ἄστρα, καθὼς ἄστρα καὶ κρίνο, ἔτσι θὰ γίνω τώρα καλός.»
6.
ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ Τὸ θάνατό μας χρειάζεται ἡ ἄμετρη γύρω φύση καὶ τὸν ζητοῦν τὰ πορφυρὰ στόματα τῶν ἀνθῶν. Ἂν ἔρθει πάλιν ἡ ἄνοιξη, πάλι θὰ μᾶς ἀφήσει, κι ὕστερα πιὰ μήτε σκιὲς δὲν εἴμεθα σκιῶν. Τὸ θάνατό μας καρτερεῖ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Τέτοια θὰ δοῦμε ἀκόμη μιὰ δύση θριαμβική, κι ὕστερα φεύγουμεν ἀπὸ τὰ βράδια τοῦ Ἀπριλίου, στὰ σκοτεινὰ πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κεῖ. Μόνο μπορεῖ νὰ μείνουνε κατόπι μας οἱ στίχοι δέκα μονάχα στίχοι μας νὰ μείνουνε, καθὼς τὰ περιστέρια ποὺ σκορποῦν οἱ ναυαγοὶ στὴν τύχη, κι ὅταν φέρουν τὸ μήνυμα δὲν εἶναι πιὰ καιρός.
7.
Ο ΜΙΧΑΛΙΟΣ Τὸ Μιχαλιὸ τὸν πήρανε στρατιώτη. Καμαρωτὰ ξεκίνησε κι ὡραῖα μὲ τὸ Μαρῆ καὶ μὲ τὸν Παναγιώτη. Δὲν μπόρεσε νὰ μάθει κἂν τὸ «ἐπ᾿ ὤμου». Ὅλο ἐμουρμούριζε: «Κὺρ Δεκανέα, ἄσε με νὰ γυρίσω στὸ χωριό μου». Τὸν ἄλλο χρόνο, στὸ νοσοκομεῖο, ἀμίλητος τὸν οὐρανὸ κοιτοῦσε. Ἐκάρφωνε πέρα, σ᾿ ἕνα σημεῖο, τὸ βλέμμα του νοσταλγικὸ καὶ πρᾶο, σὰ νά ῾λέγε, σὰ νὰ παρακαλοῦσε: «Ἀφῆστε με στὸ σπίτι μου νὰ πάω». Κι ὁ Μιχαλιὸς ἐπέθανε στρατιώτης. Τὸν ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι, μαζί τους ὁ Μαρὴς κι ὁ Παναγιώτης. Ἀπάνω του σκεπάστηκεν ὁ λάκκος, μὰ τοῦ ἄφησαν ἀπέξω τὸ ποδάρι: Ἦταν λίγο μακρὺς ὁ φουκαράκος.
8.
ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ Ἂς ὑποθέσουμε πὼς δὲν ἔχουμε φτάσει στὸ μαῦρο ἀδιέξοδο, στὴν ἄβυσσο τοῦ νοῦ. Ἂς ὑποθέσουμε πὼς ἤρθανε τὰ δάση μ᾿ αὐτοκρατορικὴν ἐξάρτηση πρωινοῦ θριάμβου, μὲ πουλιά, μὲ τὸ φῶς τ᾿ οὐρανοῦ, καὶ μὲ τὸν ἥλιο ὅπου θὰ τὰ διαπεράσῃ. Ἂς ὑποθέσουμε πὼς εἴμαστε κεῖ πέρα, σὲ χῶρες ἄγνωστες, τῆς δύσης, τοῦ βορρᾶ, ἐνῷ πετοῦμε τὸ παλτό μας στὸν ἀέρα, οἱ ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά. Γιὰ νὰ μᾶς δεχθῆ κάποια λαίδη τρυφερά, ἔδιωξε τοὺς ὑπηρέτες της ὁλημέρα. Ἂς ὑποθέσουμε πὼς τοῦ καπέλου ὁ γῦρος ἄξαφνα ἐφάρδυνε, μὰ ἐστένεψαν, κολλοῦν, τὰ παντελόνια μας καί, μὲ τοῦ πτερνιστῆρος τὸ πρόσταγμα, χιλιάδες ἄλογα κινοῦν. Πηγαίνουμε -σημαῖες στὸν ἄνεμο χτυποῦν- ἥρωες σταυροφόροι, σωτῆρες τοῦ Σωτῆρος. Ἂς ὑποθέσουμε πὼς δὲν ἔχουμε φτάσει ἀπὸ ἑκατὸ δρόμους, στὰ ὅρια τῆς σιγῆς, κι ἂς τραγουδήσουμε, -- τὸ τραγούδι νὰ μοιάσῃ νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγῆς -- τοὺς πυρροὺς δαίμονες, στὰ ἔγκατα τῆς γῆς, καί, ψηλά, τοὺς ἀνθρώπους νὰ διασκεδάση.
9.
10.
11.
Άπειρο 01:17
12.
ΚΙ ΑΝ ΕΣΒΗΣΕ ΣΑΝ ΙΣΚΙΟΣ... Κι ἂν ἔσβησε σὰν ἴσκιος τ᾿ ὄνειρό μου, κι ἂν ἔχασα γιὰ πάντα τὴ χαρά, κι ἂν σέρνομαι στ᾿ ἀκάθαρτα τοῦ δρόμου, πουλάκι μὲ σπασμένα τὰ φτερά· κι ἂν ἔχει, πρὶν ἀνοίξει, τὸ λουλούδι στὸν κῆπο τῆς καρδιᾶς μου μαραθεῖ, τὸ λεύτερο ποὺ ἐσκέφτηκα τραγούδι κι ἂν ξέρω πὼς ποτὲ δὲ θὰ εἰπωθεῖ· κι ἂν ἔθαψα τὴν ἴδια τὴ ζωή μου βαθιὰ μέσα στὸν πόνο ποὺ πονῶ -- καθάρια πὼς ταράζεται ἡ ψυχή μου σὰ βλέπω τὸ μεγάλο οὐρανό, ἡ θάλασσα σὰν ἔρχεται μεγάλη, καὶ ὀγραίνοντας τὴν ἄμμο τὸ πρωί, μοῦ λέει γιὰ κάποιο γνώριμο ἀκρογιάλι, μοῦ λέει γιὰ κάποια πού ῾ζησα ζωή!
13.
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ Δὲν ἀγαπᾷς καὶ δὲ θυμᾶσαι, λές. κι ἂν φούσκωσαν τὰ στήθη κι ἂν δακρύζεις ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ κλάψεις ὅπως πρῶτα, δὲν ἀγαπᾷς καὶ δὲν θυμᾶσαι, ἂς κλαῖς. Ξάφνου θὰ ἰδεῖς δυὸ μάτια γαλανὰ -- πόσος καιρός! -- τὰ χάιδεψες μιὰ νύχτα· καὶ σὰ ν᾿ ἀκοῦς ἐντός σου νὰ σαλεύει μιὰ συφορὰ παλιὰ καὶ νὰ ξυπνᾷ. Θὰ στήσουνε μακάβριο τὸ χορὸ οἱ θύμησες στὰ περασμένα γύρω· καὶ θ᾿ ἀνθίσει στὸ βλέφαρο σὰν τότε καὶ θὰ πέσει τὸ δάκρυ σου πικρό. Τὰ μάτια ποὺ κρεμοῦν -- ἥλιοι χλωμοί -- τὸ φῶς στὸ χιόνι της καρδιὰ καὶ λιώνει, οἱ ἀγάπες ποὺ σαλεύουν πεθαμένες οἱ πρῶτοι ξανὰ ποὺ ἄναψαν καημοί...
14.
ΩΔΗ Σ᾿ ΕΝΑ ΠΑΙΔΑΚΙ Ἄρι, μαζὶ μὲ σένα ἔφυγαν ὅλοι τώρα. Ἀφρόντιστα ἔχουν μείνει τὰ ἔπιπλα, καὶ τὰ δῶρα γυρεύουν τὰ χεράκια ποὺ σαλεύουν σὰν κρίνοι. Ἐρημικά, σωπαίνουν, πρωτογνώριστα μέρη, οἱ σκάλες, τὰ δωμάτια. Οὔτε κανεὶς πιὰ ξέρει ἂν πάλι θ᾿ ἀνατείλουν τὰ παιδικά σου μάτια. Ἀνοιγοκλείνω τὶς πόρτες, στέκω παντοῦ, μιλάω λόγια πικρὰ στοὺς τοίχους, χωρὶς αἰτία γελάω, θέλοντας νὰ ξυπνήσω τοὺς κοιμισμένους ἤχους. Στὴν ἄδεια ζαρντινιέρα τὰ παιχνίδια σου βάνω. Ἡ μαϊμού σου καβάλα στὸ προβατάκι πάνω. Ὕστερα ἡ πεταλούδα μὲ τὰ φτερὰ μεγάλα. (Κλυδωνίζεται τώρα, ὡς τὰ θεμέλια φρίττει, καὶ τὸ πηγαίνει ὁ Χρόνος τὸ πατρικό μου σπίτι. Ἄξαφνα βλέπω νά ῾μαι ὁ τελευταῖος, ὁ μόνος.) Εὐτυχίζω σὲ σένα τὶς ἐρχόμενες τύχες, τὴν ἄγνοια τοῦ κόσμου, τὸ χαμόγελο ποὺ εἶχες, ὦ ἄγγελε παραστάτη, ὦ παρήγορο φῶς μου!
15.
ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΑΚΙ ΑΠΟΨΕ... Τὸ φεγγαράκι ἀπόψε στὸ γιαλὸ θὰ πέσει, ἕνα βαρὺ μαργαριτάρι. Κι ἀπάνω μου θὰ παίζει τὸ τρελὸ τρελὸ φεγγάρι. Ὅλο θὰ σπάει τὸ κῦμα ρουμπινὶ στὰ πόδια μου σκορπίζοντας ἀστέρια. Οἱ παλάμες μου θά ῾χουνε γενεῖ δυὸ περιστέρια· Θ᾿ ἀνέβουν -ἀσημένια δυὸ πουλιὰ- μὲ φεγγάρι -δυὸ κοῦπες- θὰ γεμίσουν, μὲ φεγγάρι τοὺς ὤμους, τὰ μαλλιὰ θὰ μοῦ ραντίζουν. Τὸ πέλαγο χρυσάφι ἀναλυτό. Θὰ βάλω τ᾿ ὄνειρό μου σὲ καΐκι ν᾿ ἀρμενίσει. Διαμάντι θὰ πατῶ λαμπρὸ χαλίκι. Τὸ γύρω φῶς ὡς θᾶν τὴ διαπερνᾷ, ἡ καρδιά μου βαρὺ μαργαριτάρι. Καὶ θὰ γελῶ. Καὶ θὲ νὰ κλαίω... Καὶ νά, νὰ τὸ φεγγάρι!
16.
ΣΕ ΠΑΛΑΙΟ ΣΥΜΦΟΙΤΗΤΗ Φίλε, ἡ καρδιά μου τώρα σὰ νὰ ἐγέρασε. Τελείωσεν ἡ ζωή μου τῆς Ἀθήνας, ποὺ ὅμοια γλυκὰ καὶ μὲ τὸ γλέντι ἐπέρασε καὶ μὲ τὴν πίκρα κάποτε τῆς πείνας. Δὲ θά ῾ρθω πιὰ στὸν τόπο ποὺ ἡ πατρίδα μου τὸν ἔδωκε τὸ γιόρτασμα τῆς νιότης, παρὰ περαστικός, μὲ τὴν ἐλπίδα μου, μὲ τ᾿ ὄνειρο ποὺ ἐσβήστη, ταξιδιώτης. Προσκυνητὴς θὰ πάω κατὰ τὸ σπίτι σου καὶ θὰ μοῦ ποῦν δὲν ξέρουν τί ἐγίνης. Μ᾿ ἄλλον μαζὶ θὰ ἰδῶ τὴν Ἀφροδίτη σου κι ἄλλοι τὸ σπίτι θά ῾χουν τῆς Εἰρήνης. Θὰ πάω πρὸς τὴν ταβέρνα, τὸ σαμιώτικο ποὺ ἐπίναμε γιὰ νὰ ξαναζητήσω. Θὰ λείπεις, τὸ κρασί τους θά᾿ ναι ἀλλιώτικο, ὅμως ἐγὼ θὰ πιῶ καὶ θὰ μεθύσω. Θ᾿ ἀνέβω τραγουδώντας καὶ τρεκλίζοντας στὸ Ζάππειο ποὺ ἐτραβούσαμεν ἀντάμα. Τριγύρω θά ῾ναι ὡραῖα πλατὺς ὁ ὁρίζοντας, καὶ θά ῾ναι τὸ τραγούδι μου σὰν κλάμα.
17.
ΚΥΡΙΑΚΗ Ὁ ἥλιος ψηλότερα θ᾿ ἀνέβει σήμερα πού ῾ναι Κυριακή. Φυσάει τὸ ἀγέρι καὶ σαλεύει μιὰ θημωνιὰ στὸ λόφο ἐκεῖ. Τὰ γιορτινὰ θὰ βάλουν, κι ὅλοι θά ῾χουν ἀνάλαφρη καρδιά: κοίτα στὸ δρόμο τὰ παιδιά, κοίταξε τ᾿ ἄνθη στὸ περβόλι. Τώρα καμπάνες ποὺ χτυπᾶνε εἶναι ὁ θεὸς ἀληθινός. Πέρα τὰ σύννεφα σκορπᾶνε καὶ μεγαλώνει ὁ οὐρανός. Ἄσε τὸν κόσμο στὴ χαρά του κι ἔλα, ψυχή μου, νὰ σοῦ πῶ, σὰν τραγουδάκι χαρωπό, ἕνα τραγούδι τοῦ θανάτου.
18.
ΓΡΑΦΙΑΣ Οἱ ὧρες μ᾿ ἐχλώμιαναν, γυρτὸς ποὺ βρέθηκα ξανὰ στὸ ἀχάριστο τραπέζι. (Ἀπ᾿ τ᾿ ἀνοιχτὸ παράθυρο στὸν τοῖχο ἀντικρινὰ ὁ ἥλιος γλιστράει καὶ παίζει.) Διπλώνοντας τὸ στῆθος μου, γυρεύω ἀναπνοὴ στὴ σκόνη τῶν χαρτιῶν μου. (Σφύζει γλυκὰ καὶ ἀκούγεται χιλιόφωνα ἡ ζωὴ στὰ ἐλεύθερα τοῦ δρόμου.) Ἀπόκαμα, θολώσανε τὰ μάτια μου καὶ ὁ νοῦς, ὅμως ἀκόμη γράφω. (Στὸ βάζο ξέρω δίπλα μου δυὸ κρίνους φωτεινούς. Σὰ νά ῾χουν βγεῖ σὲ τάφο.)
19.
ΜΟΝΑΞΙΑ Μεσάνυχτα καὶ λείπετε, ἀδερφοῦλες μου. Σαλεύει θλιβερὸ τὸ κυπαρίσσι. Τὶς κάμαρες θ᾿ ἀνοίξω ποὺ στοιχειώσανε, τ᾿ ἀγέρι κι ἡ νυχτιὰ νὰν τὶς γιομίσει. Ἄνε μὲ πάρει ὁ ὕπνος, μέσα στ᾿ ὄνειρο θά ῾ρθει κάποια ἀπὸ σᾶς νὰ ξυπνήσει. Ποῦ πήγατε, ἀδερφοῦλες μου, κι ἀπόμεινα μονάχη μὲς στὸ σπίτι μας καὶ ξένη; Στὴν ἅρπα, ποὺ ἐνοστάλγησε τὰ δάχτυλα, ἡ ἀράχνη τὸν καημό μου τὸν ὑφαίνει. Τὰ χέρια μου, ὅπως δένω κι ὅπως θλίβομαι, μὲ βλέπει ἀντίκρυ ὁ σκύλος καὶ σωπαίνει. Τί νά ῾φταιξα καὶ ἀσπρίζουν στὸ τρισκόταδο, σὰν τάφοι, τ᾿ ἀδειανά σας τὰ κρεβάτια; Ποτὲ τοῦ γυρισμοῦ τὸ γλυκοτράγουδο, ποτὲ δὲ θὰν τὸ ποῦν τὰ σκαλοπάτια; Πῶς ξεχειλᾷ σὰ δάκρυον, ἀδερφοῦλες μου, ἡ ἀγάπη στὰ μεγάλα μου τὰ μάτια!
20.
[...Ἔχω κάτι σπασμένα φτερά. Δὲν ξέρω κἂν γιατί μᾶς ἦρθε τὸ καλοκαῖρι αὐτό. Γιὰ ποιὰν ἀνέλπιστη χαρά, γιὰ ποιὲς ἀγάπες γιὰ ποιὸ ταξίδι ὀνειρευτό...]
21.
ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΠΙΑ ΑΠΟ 'ΔΩ... Θέλω νὰ φύγω πιὰ ἀπὸ δῶ, θέλω νὰ φύγω πέρα, σὲ κάποιο τόπο ἀγνώριστο καὶ νέο, θέλω νὰ γίνω μία χρυσὴ σκόνη μὲς στὸν αἰθέρα, ἁπλὸ στοιχεῖο, ἐλεύθερο, γενναῖο. Σὰν ὄνειρο νὰ φαίνονται ἁπαλὸ καὶ νὰ μιλοῦνε ἕως τὴν ψυχὴ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, ὡραῖα νά ῾ναι τὰ πρόσωπα καὶ νὰ χαμογελοῦνε, ὡραῖος ἀκόμη ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μου. Σκοτάδι τόσο ἐκεῖ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει, θεέ μου, στὴ νύχτα, στὴν ἀπόγνωση τῶν τόπων, στὸ φοβερὸ στερέωμα, στὴν ὠρυγὴ τοῦ ἀνέμου, στὰ βλέμματα, στὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων. Νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτε, τίποτε πιά, μὰ λίγη χαρὰ καὶ ἱκανοποίησις νὰ μένει, κι ὅλοι νὰ λένε τάχα πὼς ἔχουν γιὰ πάντα φύγει, ὅλοι πὼς εἶναι τάχα πεθαμένοι.
22.

about

Μουσική: Δραμαμίνη
Ποίηση Κ. Γ. Καρυωτάκη

credits

released December 4, 2014

Επιμέλεια παραγωγής, Ενορχήστρωση:
Γιάννης και Χάρης Μιχαηλίδης
Αλέκος Βουλγαράκης

Έπαιξαν οι μουσικοί:

Αλέκος Κούρτης - Τύμπανα
Κώστας Γιαννίρης - Μπάσο, Φωνητικά
Αλέκος Βουλγαράκης - Ηλεκτρική κιθάρα, Φωνητικά, Κρουστά
Χάρης Μιχαηλίδης - Φωνή, Ηλεκτρική κιθάρα, Πιάνο
Γιάννης Μιχαηλίδης - Φωνητικά, Ακουστική και Ηλεκτρική κιθάρα, Προγραμματισμός
Στέφανος Δανιηλίδης – Πλήκτρα
Αριέττα Σαϊτά – Βιολί
Γιώργος Περού – Μπαγλαμά στον «Παλαιό Συμφοιτητή»

license

all rights reserved

tags

about

Dramamini Athina, Greece

Οι «Δραμαμίνη» είναι ένα ελληνόφωνο εναλλακτικό συγκρότημα.
Γράφουν μουσική, στίχους,
ενορχηστρώνουν, σκηνοθετούν.

Έχουν κυκλοφορήσει τρεις δισκογραφικές δουλειές, το "Ταξίδι πλάι στο παράθυρο" (2007), "Το σύμπαν μέσα μου" (2CD + DVD, 2011), «Με το Μηδέν και το Άπειρο να συμφιλιωθούμε» (Μελοποιημένα ποιήματα του Κ. Γ. Καρυωτάκη, Διπλός ψηφιακός δίσκος + Εφαρμογή, 2014).
... more

contact / help

Contact Dramamini

Streaming and
Download help

Report this album or account

If you like Με το Μηδέν και το Άπειρο να συμφιλιωθούμε, you may also like: